μπουρζουαδικός

μπουρζουαδικός
-ή, -ό και μπουρζουάδικος και μπουρζουαζίδικος, -η, -ο [μπουρζουάς]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μπουρζουαζία ή στον μπουρζουά, αστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”